- άδηκτος
- -η, -ο (Α ἄδηκτος, -ον) [δάκνω]αυτός που δεν τόν δάγκωσαν, ο αδάγκωτοςαρχ.1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος2. ο μη δηκτικός3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.